- μυριοχαριτωμένος
- -η, -ο (Μ μυριοχαριτωμένος, -η, -ον)γεμάτος προτερήματα, χαρίσματα, μυριοχάριτοςμσν.1. (για τόπο) πανέμορφος, μαγευτικός2. (για οίνο) εξαιρετικά ευχάριστος στις αισθήσεις3. (για ειδήσεις) ευφρόσυνος, χαρμόσυνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + χαριτωμένος].
Dictionary of Greek. 2013.